καυτηριον

καυτηριον
    καυτήριον
    τό Luc. = καυτήρ См. καυτηρ 2

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καυτηριον" в других словарях:

  • καυτήριον — branding iron neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτηρίοις — καυτήριον branding iron neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτηρίου — καυτήριον branding iron neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτηρίων — καυτήριον branding iron neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτηρίῳ — καυτήριον branding iron neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτήρια — καυτήριον branding iron neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτήριο — και καυτήρι, το (ΑΜ καυτήριον και μτγν. τ. καυστήριον) [καυτήρ] πυρακτωμένο εργαλείο με το οποίο γίνεται καυτηρίαση («τῶν υἱῶν βασανιζομένων τροχοῑς τε καὶ καυτηρίοις», ΠΔ) νεοελλ. 1. ιατρ. στον πληθ. τα καυτήρια δραστικές χημικές ουσίες που… …   Dictionary of Greek

  • cauterio — (Del lat. cauterium < gr. kauterion.) ► sustantivo masculino 1 MEDICINA Cauterización de un tejido. 2 Aplicación de un remedio para corregir o evitar un mal o problema social. 3 MEDICINA Instrumento o sustancia usados en cirugía para eliminar… …   Enciclopedia Universal

  • termocauterio — ► sustantivo masculino 1 MEDICINA Cauterización de una herida o de dos tejidos mediante la aplicación de calor. 2 MEDICINA Aparato que se usa para termocauterizar. * * * termocauterio (de «termo » y «cauterio») m. Utensilio para cauterizar de… …   Enciclopedia Universal

  • καυστήριος — καυστήριος, ία, ον (ΑΜ) [καυστήρ] μσν. 1. αυτός που καυτηριάζει 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καυστηρία η καυτηρίαση* αρχ. το ουδ. ως ουσ. το καυστήριον (μτγν. τ. τού καυτήριον*) το κεραμευτικό καμίνι …   Dictionary of Greek

  • καυτηρίδιον — καυτηρίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού καυτήριον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»